- δυσήχους
- δύσηχοςill-soundingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσηχοῦς — δυσηχής ill sounding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάβλας — ο (Α νάβλας) 1. η νάβλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νάβλας κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῡ δυσηχοῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nēbel «άρπα»). Η αρχική σημ. τής σημιτικής ρίζας ήταν «βάζο, αγγείο», όπως μαρτυρεί και η… … Dictionary of Greek